Site logo

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ – ΝΕΚΡΙΚΟΙ ΔΙΑΛΟΓΟΙ

Ο Λουκιανός (125-180 μ.Χ.) υπήρξε σπουδαίος συγγραφέας, ρήτορας και φιλόσοφος με καταγωγή από τα Σαμόσατα, την πρωτεύουσα του ελληνιστικού βασιλείου της Κομμαγηνής. Συνέγραψε πλήθος έργων τα οποία χαρακτηρίζονται αφενός από την αριστοτεχνική χρήση της ελληνικής γλώσσας και αφετέρου από το παιγνιώδες ύφος και την χαρισματική αφήγηση. Θεωρείται ο πατέρας του μυθιστορήματος επιστημονικής φαντασίας. Σώζεται ένα σημαντικό μέρος του έργου του. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι διάλογοί του που έχουν έντονο το σατυρικό στοιχείο. Χαρακτηριστικό δείγμα της λουκιάνειας γραφής είναι ο διάλογος ανάμεσα στον Χάροντα, τον βαρκάρη του Κάτω Κόσμου και του άρτι αποθανόντος κυνικού φιλοσόφου Μενίππου, ο οποίος φτάνοντας στον Άδη με τη συνοδεία του Ερμή αρνείται να πληρώσει τα ναύλα που του αναλογούν. Εκτυλίσσεται μία διασκεδαστική αντιπαράθεση με τον Μένιππο να  απαντά στην αξίωση του Χάροντα για τον οβολό που του οφείλει για τη μεταφορά του στην αντίπερα όχθη, με την περίφημη φράση: Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.

 

ΧΑΡΩΝΟΣ ΚΑΙ ΜΕΝΙΠΠΟΥ

 

ΧΑΡΩΝ

     ᾿Απόδος, ὦ κατάρατε, τὰ πορθμεῖα.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Βόα, εἰ τοῦτό σοι, ὦ Χάρων, ἥδιον.

ΧΑΡΩΝ

     ᾿Απόδος, φημί, ἀνθ’ ὧν σε διεπορθμεύσαμεν.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος.

ΧΑΡΩΝ

     ῎Εστι δέ τις ὀβολὸν μὴ ἔχων; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Εἰ μὲν καὶ ἄλλος τις οὐκ οἶδα, ἐγὼ δ’ οὐκ ἔχω.

ΧΑΡΩΝ

     Καὶ μὴν ἄγξω σε νὴ τὸν Πλούτωνα, ὦ μιαρέ, ἢν

μὴ ἀποδῷς.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Κἀγὼ τῷ ξύλῳ σου πατάξας διαλύσω τὸ

κρανίον.

ΧΑΡΩΝ

     Μάτην οὖν ἔσῃ πεπλευκὼς τοσοῦτον πλοῦν.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     ῾Ο ῾Ερμῆς ὑπὲρ ἐμοῦ σοι ἀποδότω, ὅς με παρέδωκέ σοι.

ΕΡΜΗΣ

     Νὴ Δί’ ὀναίμην γε, εἰ μέλλω καὶ ὑπερεκτίνειν τῶν νεκρῶν.

ΧΑΡΩΝ

     Οὐκ ἀποστήσομαί σου.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Τούτου γε ἕνεκα νεωλκήσας τὸ πορθμεῖον παράμενε· πλὴν ἀλλ’ ὅ γε μὴ ἔχω, πῶς ἂν λάβοις;

ΧΑΡΩΝ

     Σὺ δ’ οὐκ ᾔδεις κομίζειν δέον; 

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     ῎Ηιδειν μέν, οὐκ εἶχον δέ. τί οὖν; ἐχρῆν διὰ τοῦτο μὴ ἀποθανεῖν;

ΧΑΡΩΝ

     Μόνος οὖν αὐχήσεις προῖκα πεπλευκέναι;

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Οὐ προῖκα, ὦ βέλτιστε· καὶ γὰρ ἤντλησα καὶ τῆς κώπης συνεπελαβόμην καὶ οὐκ ἔκλαον μόνος τῶν ἄλλων ἐπιβατῶν.

ΧΑΡΩΝ

     Οὐδὲν ταῦτα πρὸς πορθμέα· τὸν ὀβολὸν ἀποδοῦναί σε δεῖ· οὐ θέμις ἄλλως γενέσθαι.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Οὐκοῦν ἄπαγέ με αὖθις ἐς τὸν βίον.

ΧΑΡΩΝ

     Χάριεν λέγεις, ἵνα καὶ πληγὰς ἐπὶ τούτῳ παρὰ τοῦ Αἰακοῦ προσλάβω.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Μὴ ἐνόχλει οὖν.

ΧΑΡΩΝ

     Δεῖξον τί ἐν τῇ πήρᾳ ἔχεις.

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     Θέρμους, εἰ θέλεις, καὶ τῆς ῾Εκάτης τὸ δεῖπνον.

ΧΑΡΩΝ

     Πόθεν τοῦτον ἡμῖν, ὦ ῾Ερμῆ, τὸν κύνα ἤγαγες; οἷα δὲ καὶ ἐλάλει παρὰ τὸν πλοῦν τῶν ἐπιβατῶν  ἁπάντων καταγελῶν καὶ ἐπισκώπτων καὶ μόνος ᾄδων οἰμωζόντων ἐκείνων.

ΕΡΜΗΣ

     ᾿Αγνοεῖς, ὦ Χάρων, ὅντινα ἄνδρα διεπόρθμευσας; ἐλεύθερον ἀκριβῶς· οὐδένος αὐτῷ μέλει. οὗτός ἐστιν ὁ Μένιππος.

ΧΑΡΩΝ

     Καὶ μὴν ἄν σε λάβω ποτέ—

ΜΕΝΙΠΠΟΣ

     ῍Αν λάβῃς, ὦ βέλτιστε· δὶς δὲ οὐκ ἂν λάβοις.

Comments

  • No comments yet.
  • Add a comment