Το α΄ στάσιμον από τον Ορέστη του Ευριπίδη (διδάχθηκε το 408 π.Χ.), έγινε ευρέως γνωστό καθώς σε αυτό ανήκουν οι στίχοι του περίφημου αρχαίου τραγουδιού «Κατολοφύρομαι». Το απόσπασμα, το οποίο συνοδεύεται και από την μουσική σύνθεση των στίχων βρέθηκε σε έναν πάπυρο στην Μεγάλη Ερμούπολη της Αιγύπτου και χρονολογείται περί τον 2ο αιώνα π.Χ., πιθανόν, όμως, η μουσική σύνθεση να είναι του ίδιου του Ευριπίδη.
Ο Ορέστης, μόλις έχει σκοτώσει την Κλυταιμνήστρα και οι Ερινύες τoν στοιχειώνουν. Οι γυναίκες του Άργους συμπάσχουν με το τραγικό αυτό πρόσωπο και ικετεύουν τις Ευμενίδες να τον λυτρώσουν από τα δεινά του. Για λίγο στέκονται και θρηνούν, «κατολοφύρονται»:
κατολοφύρομαι, κατολοφύρομαι,
ματέρος αἷμα σᾶς ὅς σ’ ἀναβακχεύει.
ὁ μέγας ὄλβος οὐ μόνιμος ἐν βροτοῖς·
ἀνὰ δὲ λαῖφος ὥς τις ἀκάτου θοᾶς
τινάξας δαίμων κατέκλυσεν δεινῶν πόνων
ὡς πόντου λάβροις ὀλεθρίοισιν ἐν κύμασιν.